- αιολομητις
- αἰολόμητιςαἰολό-μητις-ιος adj. хитроумный, изобретательный
(Προμηθεύς Hes.; θεός, sc. Ἥρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Προμηθεύς Hes.; θεός, sc. Ἥρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιολόμητις — αἰολόμητις ( ιος) και αἰολομήτης, ο (Α) αυτός που χρησιμοποιεί ποικίλα τεχνάσματα, πολυμήχανος, παμπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μῆτις «σχέδιο, επιχείρηση»] … Dictionary of Greek
αἰολόμητις — full of various wiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολομήτης — αἰολόμητις full of various wiles masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰολομήτης full of various wiles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμητιν — αἰολόμητις full of various wiles masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale